- συνεργαζομένη
- συνεργάζομαιwork withpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)συνεργάζομαιwork withpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαφία — (Mafia). Δίκτυο παράνομων εγκληματικών οργανώσεων, σικελικής προέλευσης. Η ετυμολογία της λέξης μ. είναι αβέβαιη· πιθανολογείται ότι προέρχεται από την αραβική λέξη μέχια = καυχησιολογία, η οποία σημαίνει στην κυριολεξία νταηλίκι, κομπασμός. Όπως … Dictionary of Greek
Γαλάζη, Πίτσα — (Λεμεσός 1940 –). Φιλολογικό ψευδώνυμο της Κύπριας, ποιήτριας και δημοσιογράφου Πίτσας Μόρτη. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και μετεκπαιδεύτηκε στις δημόσιες σχέσεις. Σταδιοδρόμησε ως σύμβουλος δημοσίων… … Dictionary of Greek
Δαράκη, Πέπη — (Αγία Παρασκευή Λέσβου 1909 –). Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Σπούδασε παιδαγωγικά στην Αθήνα, σταδιοδρόμησε όμως ως δημοσιογράφος, συνεργαζόμενη με διάφορες εφημερίδες και το ραδιόφωνο. Παράλληλα διετέλεσε επί σειρά ετών δημοτική σύμβουλος… … Dictionary of Greek
Κατσέλη, Νόρα — (Αθήνα 1946 –). Ηθοποιός και βουλευτής. Σπούδασε στην δραματική σχολή Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε το 1967. Καθιερώθηκε κυρίως μέσα από το θέατρο, συνεργαζόμενη με πλήθος συναδέλφων της, όπως τους Μυράτ, Ηλιόπουλο, Βουτσά, Χατζηχρήστο και… … Dictionary of Greek
Μαντέλου, Ελένη — (Κύμη Εύβοιας 1950 –). Λογοτέχνης και τραγουδίστρια. Σπούδασε ψυχολογία και μουσική. Σταδιοδρόμησε ως τραγουδίστρια συνεργαζόμενη με κορυφαίους Έλληνες συνθέτες, όπως τους Μ. Θεοδωράκη, Σταύρο Ξαρχάκο, Χρήστο Λεοντή κ.ά., ενώ σε συνεργασία με τον … Dictionary of Greek
Μοράς, Σαρλ — (Charles Maurras, Μαρτίγκ, Μπους ντι Ρον 1868 – Τουρ 1952). Γάλλος συγγραφέας και πολιτικός. Διαμορφώθηκε στο περιβάλλον του Zαν Μωρεάς και του Μιστράλ και ως συγγραφέας υπήρξε αντιρομαντικός και παραδοσιακός. Παρουσιάστηκε στον πολιτικό στίβο με … Dictionary of Greek
Σαλαζάρ, Αντόνιο ντε Ολιβέρα — (Salazar). Πορτογάλος πολιτικός (Σάο Κόμπα Δάο, Κοΐμπρα 1889 Λισαβόνα 1970). Καθηγητής των Οικονομικών επιστημών στο πανεπιστήμιο της Κοΐμπρα έγινε, μετά το 1916, πολλές φορές υπουργός και το 1930 ίδρυσε το κόμμα της Εθνικής Ένωσης, κίνημα… … Dictionary of Greek